- ἐπικέρνης
- ἐπικέρνης, ου, ὁ,A cupbearer, Ps.-Callisth.3.31 (v.l.). (Cf. pincerna.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επικέρνης — ἐπικέρνης, ὁ (AM) 1. ο οινοχόος 2. (στο Βυζάντιο) τίτλος αξιωματούχου ο οποίος υπηρετεί τον αυτοκράτορα κατά το γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pincerna «οινοχόος». Μαρτυρείται και τ. πιγκέρνης] … Dictionary of Greek
ἐπικέρνῃ — ἐπικέρνης cupbearer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικέρνεω — ἐπικέρνεω̆ , ἐπικέρνης cupbearer masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)